- Σκορπιών
- -ῶνος, ὁ, Αονομασία μήνα στην Αλεξάνδρεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος + επίθημα -ιών (πρβλ. Γαμηλ-ιών)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκορπιών — ωνος, ὁ, Α είδος πολεμικής μηχανής, ο σκορπιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος + επίθημα ίων (πρβλ. στεφαν ίων)] … Dictionary of Greek
σκορπίων — σκορπίον heliotropium neut gen pl σκορπίος scorpion masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκορπιῶνος — Σκορπιών masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αραχνίδια ή αραχνοειδή — (arachnoidea). Ομοταξία αρθροπόδων ζώων. Το σώμα των ζώων αυτών χωρίζεται σε δύο τμήματα: το εμπρός που αποκαλείται πρόσωμα (ή κεφαλοθώρακας) και το πίσω που αποκαλείται οπισθόσωμα (ή κοιλία). Τα πρώτα προστοματικά τους εξαρτήματα λέγονται… … Dictionary of Greek
βούθος — (buthus). Γένος σκορπιών της οικογένειας των ανδροκτονιδών. Το στέρνο των σκορπιών αυτών είναι στενό και έχει τριγωνικό σχήμα. Τα τρία μάτια τους βρίσκονται στα πλάγια του κεφαλιού τους ενώ τα σαγόνια τους έχουν πολλές σειρές δοντιών και είναι… … Dictionary of Greek
ARRHATA — lacus Africae apud Rhizophagos, Aelian. qui nunc lacus Monachorum, teste Liviô Sanulô, nominatur. Prope Estamenam est, aut Astaboram fluv. cuius accolas pepulit σκορπίων πλῆςθος ἄμαχον, scorpionum multitudo inexpugnabilis, apud Aelian. Histor. l … Hofmann J. Lexicon universale
ακάρεα — (acari). Τάξη αραχνιδίων με κεφαλοθώρακα που δεν διαχωρίζεται από την κοιλιά και με στοματικό σύστημα που φέρει ρύγχος διαμορφωμένο ανάλογα με την τροφή τους. Τα α. που ζουν ελεύθερα τρέφονται με οργανικά υπολείμματα· τα α. που ζουν ως παράσιτα… … Dictionary of Greek
γκέλι — το το κεντρί μελισσών, σφηκών, σκορπιών κ.ά. δηκτικών ζωυφίων … Dictionary of Greek
μεσόσωμα — Μεμβρανώδης δομή που εντοπίζεται στο εσωτερικό της πλασματικής μεμβράνης των βακτηρίων. Το μ. μπορεί να έχει πολύπλοκή δομή και να περιέχει επιπλέον μεμβρανώδη ελάσματα στο εσωτερικό του. Σχετίζεται με τη σύνθεση του DNA και την έκκριση των… … Dictionary of Greek
πάνδεινος — (I) ο ζωολ. γένος αραχνιδίων τής τάξης τών σκορπιών που ζουν στην τροπική Αφρική και τών οποίων το κέντρισμα είναι ανώδυνο, αλλά δηλητηριώδες και κάποτε θανατηφόρο. (II) η, ο / πάνδεινος, ον, ΝΑ δεινός από κάθε άποψη, πάρα πολύ δεινός, πολύ… … Dictionary of Greek